Σε περαιτέρω κλινικές εξετάσεις για τον εντοπισμό τυχόν συνύπαρξης άλλων δερματικών παθήσεων θα πρέπει να υποβάλλονται τα παιδιά με
ατοπική δερματίτιδα.
Διαπιστώθηκε, μέσω μιας μελέτης που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Academy of Dermatology, ότι τα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο και για αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, η οποία μπορεί να προκληθεί από την επαφή με κάποιο αλλεργιογόνο.
Η ατοπική δερματίτιδα, η συχνότερη μορφή εκζέματος, είναι μια χρόνια, φλεγμονώδης και ενοχλητική πάθηση με άγνωστα αίτια, που η ανάπτυξή της επηρεάζεται από γενετικούς αλλά και από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά κάτω των 5 ετών, αν και μπορεί να εκδηλωθεί σε άτομα κάθε ηλικίας και σε κάθε σημείο του σώματος. Χαρακτηριστικό της είναι η ερυθρότητα του δέρματος και ο κνησμός, καθώς και το εξάνθημα που παρουσιάζει εφελκιδοποίηση (κρούστα αίματος) από το ξύσιμο για την ανακούφιση από τη φαγούρα. Το δέρμα μπορεί, επίσης, να παρουσιάσει με την πάροδο του χρόνου διαβρώσεις, λειχηνοποίηση, ραγάδες και απολέπιση.
Από την άλλη πλευρά, η αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής είναι συνέπεια της έκθεσης σε ουσίες που προκαλούν αντίδραση σε κάποια άτομα με ευαίσθητο δέρμα. Τα αλλεργιογόνα, όπως ονομάζονται αυτές οι ουσίες, είναι είτε φυσικά είτε χημικά. Τα συμπτώματα εμφανίζονται αποκλειστικά στο σημείο επαφής και στην οξεία μορφή της περιλαμβάνουν κνησμό και ερυθρότητα με οίδημα, ενώ στη χρόνια (όταν δηλαδή η επαφή με το αλλεργιογόνο είναι καθημερινή σε μικρές δόσεις) μοιάζουν με αυτά του εκζέματος.
Επομένως, οι δύο αυτές παθήσεις είναι δύσκολο να διακριθούν κλινικά, επειδή έχουν παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά. Πολλές φορές, μάλιστα, συνυπάρχουν χωρίς να γίνεται αντιληπτό. Αιτία της αλλεργικής δερματίτιδας εξ επαφής μπορεί να είναι και ουσίες που βρίσκονται σε καλλυντικά προϊόντα περιποίησης του δέρματος, ακόμα και για την ατοπική δερματίτιδα, και μπορεί να αναπτυχθεί μετά από χρόνια χρήση τους. Όταν συμβαίνει αυτό, τα συμπτώματα της ατοπικής δερματίτιδας είναι σοβαρότερα, αλλά μόλις αντιμετωπιστεί ο λόγος που προκαλεί την αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής, τα συμπτώματα είναι πιο διαχειρίσιμα.
Τα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα ήταν πιο πιθανό να έχουν περισσότερα χρόνια αλλεργική δερματίτιδα, να έχουν επισκεφθεί περισσότερους γιατρούς, και να έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια δέρματος με δερματίτιδα.
«Οι ασθενείς με ατοπική δερματίτιδα είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής λόγω του εξασθενημένου δερματικού φραγμού και του ενεργοποιημένου ανοσοποιητικού τους συστήματος. Η ομοιότητα των κλινικών συμπτωμάτων των δύο παθήσεων μπορεί να οδηγήσει σε υποδιάγνωση της αλλεργίας και σε επιμονή των συμπτωμάτων της ατοπικής δερματίτιδας.
Ο μόνος τρόπος ελέγχου της ύπαρξής της (ή συνύπαρξης) είναι η διενέργεια patch tests, όπου τοποθετούνται στο δέρμα μικρές ποσότητες ουσιών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση και κατόπιν ένα επίθεμα πάνω στην περιοχή. Αναλόγως της αντίδρασης, εντοπίζεται το αλλεργιογόνο που την προκαλεί, ο ασθενής αποφεύγει την επαφή με αυτό και τα συμπτώματα υποχωρούν. Έτσι, στις περιπτώσεις που συνυπάρχουν οι δύο καταστάσεις είναι ευκολότερος ο έλεγχος των συμπτωμάτων και της ατοπικής δερματίτιδας.
Οι επιλογές που έχουμε σήμερα για τον περιορισμό της φλεγμονής και του κνησμού που προκαλεί είναι η χρήση τοπικών ή συστηματικών στεροειδών, βιολογικών φαρμάκων, αναστολέων JAK και η φωτοθεραπεία, που περιλαμβάνει την έκθεση του δέρματος σε φυσικό ηλιακό φως ή/και τη χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας Α (UVA) και στενού φάσματος UVB, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με φάρμακα», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.
Πηγή: oloygeia.gr